-
1 καθ-ημέριος
καθ-ημέριος, am heutigen Tage, νῦν σε μοῖρα καϑαμερία φϑίνει Soph. El. 1406, Schol. κατὰ ταύτην τὴν ἡμέραν; – täglich, Eur. Phoen. 237.
1 καθ-ημέριος
καθ-ημέριος, am heutigen Tage, νῦν σε μοῖρα καϑαμερία φϑίνει Soph. El. 1406, Schol. κατὰ ταύτην τὴν ἡμέραν; – täglich, Eur. Phoen. 237.